- αποχαυνώνομαι
- αποχαυνώνομαι, αποχαυνώθηκα, αποχαυνωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταμαλθακίζομαι — (Α) αποχαυνώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μαλθακίζομαι «γίνομαι μαλθακός»] … Dictionary of Greek
μαλθακίζομαι — (AM) [μαλθακός] είμαι ή γίνομαι οκνηρός, χαύνος αρχ. 1. καταπραΰνομαι, κατευνάζομαι («Ζεὺς τοῑς τούτοις οὐχὶ μαλθακίζεται», Αισχύλ.) 2. (σε σχέση με τη θερμότητα τού ηλίου) αποχαυνώνομαι 3. είμαι δειλός («ὅτι μαλθακίζεσθαι ἐδόκει, ἅτε ὤν… … Dictionary of Greek
ξεκουτιαίνω — και ξεκουτιάζω 1. καθιστώ κάποιον ανόητο, αποβλακώνω 2. (ενεργ. και μέσ.) γίνομαι ανόητος, αποβλακώνομαι, ξεμωραίνομαι (α. «γέρασες και ξεκούτιανες» β. «γριά ξεκουτιασμένη») 3. αποχαυνώνομαι από τις καταχρήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * +… … Dictionary of Greek
τήκω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ. γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.) μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
υγραίνω — ὑγραίνω ΝΜΑ, και ογραίνω Ν [υγρός] 1. καθιστώ κάτι υγρό, νοτίζω 2. διαβρέχω, διαποτίζω νεοελλ. μσν. παθ. υγραίνομαι μτφ. αποχαυνώνομαι από διάθεση για ερωτικό σμίξιμο αρχ. 1. βουτώ κάτι μέσα σε ένα υγρό, τό βρέχω («πηγαῑσιν οὐχ ὑγραίνουσι πόδας» … Dictionary of Greek
ξελιγώνω — ξελίγωσα, ξελιγώθηκα, ξελιγωμένος 1. προκαλώ λιγούρα, ζάλη, αναγούλα, κουράζω κάποιον: Με ξελίγωσε με την επιμονή του. 2. το μέσ., ξελιγώνομαι νιώθω ζάλη από πείνα, κουράζομαι: Ξελιγώθηκα από πείνα. 3. για γυναίκα, μεθώ, αποχαυνώνομαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)